ωρολογοποιείο(ν)

ωρολογοποιείο(ν)
τό
1) часовая мастерская; 2) часовой магазин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ωρολογοποιείο(ν)" в других словарях:

  • ωρολογοποιείο — το, Ν το εργαστήριο τού ωρολογοποιού, ρολογάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωρολογοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. ὡρολογοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • ωρολογοποιείο — το το εργαστήριο του ωρολογοποιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»